-
1 πάλη
η в разн. знач борьба;πάλη γνωμών — борьба мнений;
η πάλη των αντιθέτων — филос, борьба противоположностей;
η ταξική πάλη — классовая борьба;
εσωκομματική πάλη — внутрипартийная борьба;
ελληνορρωμαϊκή πάλη — спорт, классическая борьба
-
2 борьба
борьба ж 1) ο αγώνας, η πάλη классовая \борьба αταξικός αγώνας, η πάλη των τάξεων \борьба за мир о αγώνας για την ειρήνη \борьба за независимость о αγώνας για την ανεξαρτη σία* национально-освободительная \борьба ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας 2) спорт, η πάλη вольная \борьба η ελεύθερη πάλη классическая \борьба η ελληνορωμαϊκή πάλη* * *ж1) ο αγώνας, η πάληкла́ссовая борьба́ — ο ταξικός αγώνας, η πάλη των τάξεων
борьба́ за мир — ο αγώνας για την ειρήνη
борьба́ за незави́симость — ο αγώνας για την ανεξαρτησία
национа́льно-освободи́тельная борьба́ — ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας
2) спорт. η πάληво́льная борьба́ — η ελεύθερη πάλη
класси́ческая борьба́ — η ελληνορωμαϊκή πάλη
-
3 борьба
борьбаж в разн. знач. ὁ ἀγώνας [-ων], ἡ πάλη:национально-освободительная \борьба ὁ ἐθνικός ἀπελευθερωτικός ἀγώνας; \борьба» классов ἡ ταξική πάλη, ἡ πάλη τῶν τάξεων \борьба противоположностей филос. ἡ πάλη των ἀντιθέσεων \борьба за существование ὁ ἀγώνας γιά τήν ὕπαρξη; \борьба не на жизнь, а на смерть ἀγώνας μέχρι θανάτου; классическая \борьба спорт. ἡ ἐλληνορωμαϊκή πάλη. -
4 класс
-а α.1. τάξη•рабочий класс εργατική τάξη•
буржуазный класс αστική τάξη•
класс эксплуататоров η τάξη των εκμεταλλευτών•
господствующий класс η κυρίαρχη τάξη•
борьбе -ов πάλη των τάξεων.
|| υποδιαίρεση•класс млекопитающих η τάξη των θηλαστικών•
класс земноводных η τάξη των αμφιβίων•
класс двудольных растений η τάξη των δικοτυλήδόνων φυτών.
|| κατηγορία• θέση•вагон третьего -а βαγόνι, τρίτης κατηγορίας•
билет первого -а εισιτήριο πρώτης θέσης.
2. σχολική υποδιαίρεση•ученик пятого -а μαθητής της πέμπτης τάξης.
|| αίθουσα διδασκαλίας•ученики вышли из -а οι μαθητές βγήκαν από την τάξη.
|| παλ. το μάθημα, η ώρα του μαθήματος•класс кончился το μάθημα τέλειωσε.
|| πλθ. -ы είδος παιγνιδιού.3. ποιότητα• κατηγορία•драгоценные камни первого -а πολύτιμα πετράδια πρώτης τάξης.
|| βαθμίδα•водитель 1-го -а οδηγός 1-ς κατηγορίας.
|| υψηλό επίπεδο•показать класс δείχνω το υψηλό επίπεδο (μεγάλη ανάπτυξη).
-
5 класс
класс Iм (социальная группа) ἡ τάξη [-ις]·. рабочий \класс ἡ ἐργατική τάξη [-ις]· господствующий \класс ἡ κυρίαρχη τάξη, ἡ ἄρχουσα τάξη· борьба \классов ἡ πάλη τῶν τάξεων.класс IIИм в разн. знач. ἡ τάξη [-ις] / ἡ θέση [-ις], ἡ κατηγορία (разряд, группа):ехать первым \классом ταξιδεύω πρώτη θέση. -
6 τάξη
[-ις (-εως)] η1) порядок;σε αλφαβητική τάξη — по алфавиту, в алфавитном порядке;
ανακαλώ εις την τάξιν — призывать к порядку;
βάζω τάξη — наводить порядок;
βάζω σε τάξη — приводить в порядок;
ολα (είναι) εν τάξει — всё в порядке;
έλλειψη τάξης — анархия, беспорядок;
2) (общественный) класс; сословие;η εργατική τάξη — рабочий класс;
ιθύνουσα τάξη — правящий класс;
πάλη των τάξεων — классовая борьба;
κυρίαρχη (άρχουσα) τάξη — господствующий класс;
τρίτη τάξη — третье сословие;
τάξτών μικροαστών — мещанское сословие;
3) ряды, строй;πυκνή τάξη — сплочённые ряды;
στίς τάξεις τού στρατού — в (рядах) армии;
τον διαγράφω απ' τίς τάξεις — исключать кого-л. из рядов (партии, армии и т. п.);
4) биол отряд, класс;5) разряд; класс; тип;πρώτης τάξς — или πρώτης τάξέως — первокласный;
6) класс (в школе1);μένω στην ίδια τάξη — оставаться на второй год;
προβιβάζομαι στην δεύτερη τάξη — переходить во второй класс;
7) физиол, месячные, менструация;§ εν τάξει — ладно, согласен
-
7 мир
мир 1-а, πλθ. -ы α.1. ο κόσμος, το σύμπαν•происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•
весь мир όλος ο κόσμος•
миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.
2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.4. κοινωνία•античный мир ο αρχαίος κόσμος•
капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•
социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.
|| τάξη, κοινωνικό σύστημα•старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.
5. σφαίρα ζωής•животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•
растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•
духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.
|| κύκλος (ανθρώπων)•мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.
6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•
жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).
εκφρ.всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•пойти (ходить, идти – κ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).мир 2-а α.1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•жить в -е ζω ειρηνικά•
нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•
мир души ψυχική γαλήνη•
борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•
мир народам! ειρήνη στους λαούς!•
прочный мир σταθερή ειρήνη•
оплот -а προπύργιο της ειρήνης•
мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).
2. συνθήκη, συμφωνία•заключить мир κλείνω ειρήνη•
подписать мир υπογράφω ειρήνη•
переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.
3. ησυχία•я хочу мир θέλω ησυχία.
εκφρ.мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•мир дому сему – παλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον). -
8 борьба
1. (деятельность, усилия, направленные на преодоление или искоренение чего-л.) τα προληπτικά μέτρα, η αντιμετώπιση, ο έλεγχος 2. (столкновение противоположных групп, направлений и т.п.) о αγώνας, η πάλη 3. (вид спорта) η πάληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > борьба
-
9 бой
боя (с бою), προθτ. о бое, в бою, πλθ. бои α.1. μάχη•наступательные бой επιθετικές μάχες•
бой местного назначения μάχες τοπικού χαρακτήρα (σημασίας)•
поле боя το πεδίο της μάχης•
вступить в бой μπαίνω (παίρνω μέρος) στη μάχη•
морской бой ναυμαχία•
решающий бой αποφασιστική μάχη•
рукопашный бой η μάχη σώμα προς αώμα•
уличный бой οδομαχία•
разгорался η μάχη άναψε•
вести бой διεξάγω μάχη•
взять без боя καταλαβαίνω (καταχτώ) αμαχητί•
дать бой δίνω μάχη•
вести в бой новые силы ρίχνω στη μάχη νέες δυνάμεις•
принять бой (μτφ.) δέχομαι τη μάχη•
уклоняться от боя αποφεύγω τη μάχη•
отходить с боем υποχωρώ (συμπτύσσομαι) μαχόμενος•
сдаться без боя παραδίνομαι αμαχητί•
выковаться в боях ατσαλώνομαι στις μάχες.
2. αγώνας, πάλτρ•классовые бой ο ταξικός αγώνας, ταξικές συγκρούσεις.
3. (αθλτ.) αγώνας, πάλη•кулачный бой η πυγμαχία.
4. χτύπος, χτύπημα, κρούση•бой часов το χτύπημα του ξυπνητηριού•
барабанный бой η τυμπανοκρουσία.
5. σπάσιμο, θραύση•бой посуды το σπάσιμο των πιατικών•
яйца-бой αυγά σπασμένα.
εκφρ.брать (взять) с бою – α) παίρνω (κυριεύω) με μάχη.β) αποκτώ με πάλη, αγώνα, δράση, με δραστήριες ενέργειες•бой-баба βλ. баба., -
10 κατα-βάλλω
κατα-βάλλω (s. βάλλω), 1) herabwerfen, herunterwerfen, zu Bodenstürzen; in tmesi, πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαϑρον Il. 2, 414; ἡ δὲ μέγα ἰάχουσα ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν 5, 343, sie ließ den Sohn zur Erde fallen; vom Adler, πὰρ δὲ Διὸς βωμῷ κάββαλε νεβρόν 8, 249; κάββαλ' ἐπ' ἠπείροιο Hes. Th. 189; κατ' ἀγρίῳ ἐν πυρὶ βάλλω Theocr. 2, 54; von den schmeichelnden Hunden, οὔατα κάββαλεν, er ließ die Ohren hangen, senkte sie, Od. 17, 302; vgl. Eur. καταβαλὼν τὰς ὀφρῦς Cycl. 167; vom Hirsch, καταβάλλειν τὰ κέρατα, das Geweih abwerfen, Arist. H. A. 6, 18 u. öfter; p. πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων, den ersten Bart herabwallen lassen, Theocr. 15, 85; Ggstz ἀναστῆσαι, Plat. Charm. 155 b; αἴσχιον ἐν πάλῃ τὸ πίπτειν ἢ τὸ καταβάλλειν Hipp. min. 374 a; vgl. Plut. Pericl. 8; καταβάλλειν ἀπὸ τοῦ ἵππου, vom Pferde herunterwerfen, Xen. Hell. 5, 2, 41; übertr., ἀπ' ἐλπίδος Plat. Euthyphr. 15 e; zerstören, τὰ οἰκήματα οὐ κατέβαλλε Her. 1, 17; τὰ ϑεῶν ἀγάλματα, umstürzen, 8, 109; πολλοὺς Λακεδαιμονίων, niederstrecken, 9, 63, wie Lys. πατάξας τινά 13, 87; ἔνϑεν καὶ ἔνϑεν ἠκόντιζον καὶ πολλοὺς αὐτῶν κατέβαλλον Xen. Hell. 3, 2, 3, vgl. Cyr. 1, 3, 14; πατάξαι καὶ καταβαλεῖν τὴν παρϑένον Plut. Cim. 6; Pol. 5, 17, 4 u. a. Sp. – So ist auch vielleicht ἱερεῖα καταβάλλειν Isocr. 2, 20 zu nehmen, wenn es nicht wie unten 3) »die gesetzmäßigen Opfer abtragen, erlegen« ist; vgl. Eur. καλὸν τὸ ϑῦμα καταβαλοῦσα δαίμοσιν Bacch. 1244 u. σφάγια Or. 1603. – 2) in einen Zustand hineinversetzen, mit Heftigkeit oder plötzlich, εἰς συμφοράς Eur. I. T. 606, εἰς ἀπορίαν Plat. Phil. 15 e Hipp. mai. 286 c; εἰς ἀπιστίαν Phaed. 88 c; εἰς φόβον Epist. VII, 333 c; εἰς φϑόνον ib. 344 c; εἶς δόξαν Rep. VII, 538 d. Auch med., sich stürzen, εἰς φϑόνον καὶ ἀπορίαν Plat. ep. VII, 344 c; vgl. ἐξάρας με ὑψσῦ ἐς τὸ μηδὲν κατέβαλες, du stießest mich von der Höhe in das Nichts hinab, Her. 9, 79. – Aehnlich im eigtl. Sinne εἰς γῆν φυτὸν καὶ σπέρμα Plat. Theaet. 149 e, aussäen; übertr., οὐδὲ σπέρμα δεῖ καταβάλλειν ἐν τῇ πόλει οὐδένα τοιούτων πραγμάτων Dem. 24, 154. – Ueberhaupt verbreiten, καταβάλλειν φάτιν, das Gerücht verbreiten, Her. 1, 122; δεδημοσιωμένα που καταβέβληται γεγραμμένα Plat. Soph. 232 b; πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arist. Eth. 1, 3 (s. unten 4). – 3) niederlegen, hinlegen, Ar. Ach. 165 Ran. 1124. – Besonders Geld erlegen, zu dessen Bezahlung man verpflichtet ist, u. überhaupt Geld einbringen, abwerfen, ἡ λίμνη ἐς τὸ βασιλεῖον καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχϑύων Her. 2, 149; τὰ νόμιμα Plat. Legg. V, 742 b XI, 932 d; χρήματα Andoc. 1, 73; entrichten, Thuc. 1, 27; τέλη ὠνούμενος μὴ καταβάλλειν Dem. 24, 144; ζημίας ib. 83; τὰς καταβολάς 59, 27; Sp., wie Plut. Them. 24; bezahlen, Strab. V, 224; λύτρα πολεμίοις D. Hal. 2, 10; ὑπέρ τινος, Luc. vit. auct. 25. – Ein Zeugniß ablegen, ἡ μαρτυρία κατεβάλλετο ἐνταῦϑα Dem. 34, 46. – 4) verwerfen, Sp., bes. pass., αἱ καταβεβλημέναι ὑποϑέσεις Arist. Pol. 8, 2, wenn dies nicht zu 2) gehört, die allgemein verbreiteten, gewöhnlichen, u. deshalb nicht bewnders zu achtenden; Isocr. aber vrbdt τοῦ μὴ τῶν καταβεβλημένων εἷς εἶναι μηδὲ τῶν κατημελημένων, 12, 8, wobei an den zu Boden gestreckten Ringer zu denken ist. – Med. für sich niederlegen, bes. den Grund zu Etwas, οἷον δή τις ναυπηγὸς τὴν τῆς ναυπηγίας ἀρχὴν καταβαλλόμενος Plat. Legg. VII, 803 a; übh. begründen, anfangen, ὦ μεγάλων ἀχέων καταβαλλομένα μέγαν οἶτον Eur. Hel. 164, vgl. pass. ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληϑῇ γένους ὀρϑῶς, ἀνάγκη δυςτυχεῖν τοὺς ἐκγόνους Herc. Fur. 1261; τοὐπτάνιον, einrichten, Sosip. Ath. IX, 318 d; Sp. häufiger, Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Strab. XVII, 837, er gründete die kyrenäische Schule, wie ὁ Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. de Alex. fort. 1, 6; ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοϑεσίαν καταβαλόμενος D. Sic. 12, 20; ἱστορικὰς πραγματείας D. Hal. 1, 1. Von der Weltschöpfung, K. S. Vgl. καταβολή.
-
11 πρός
πρός prep. expressing direction ‘on the side of’, ‘in the direction of’: w. gen. ‘from’, dat. ‘at’, or acc. (the most freq. usage in our lit.) ‘to’ (s. the lit. s.v. ἀνά. beg.) (Hom.+).① w. gen. (pseudepigr. only TestSol 10:4 C; apolog. exc. Ar.) marker of direction or aspect from which someth. is determined, to the advantage of, advantageous for (Thu. 3, 59, 1 οὐ πρὸς τῆς ὑμετέρας δόξης τάδε; Hdt. 1, 75; Dionys. Hal. 10, 30, 5; Diod S 18, 50, 5; Lucian, Dial. Deor. 20, 3; Mel., HE 4, 26, 8; Ath. 36, 1; B-D-F §240; Rob. 623f) οἱ πρ. ζωῆς μαζοί the life-giving breasts 1 Cl 20:10. πρ. τῆς σωτηρίας in the interest of safety Ac 27:34 (πρὸς τῆς ς. as Jos., Ant. 16, 313).② w. dat. (pesudepigr. only TestSol 6:4 D; TestAbr [s. below]; JosAs 19:1.—Just.; Mel., HE 4, 26, 7; Ath., R. 22 p. 75, 10) marker of closeness of relation or proximityⓐ of place near, at, by (Hom. et al. incl. Aristarch. Samos 398, 20; LXX; TestSol 6:4 D; Jos., Ant 8, 349; 381) Mk 5:11; around Rv 1:13. πρ. τῇ θύρᾳ ἑστηκέναι stand at the door (Menand., Fgm. 420, 1; 830 K.=352, 1; 644 Kö.; JosAs 19:1) J 18:16; cp. 20:11. πρὸς τῇ πύλῃ GJs 4:4; ἐγγίζοντος αὐτοῦ πρ. τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους when he came close to the slope of the mountain Lk 19:37 (s. κατάβασις). πρ. τῇ κεφαλῇ, τοῖς ποσίν at the head, at the feet J 20:12. τὰ πρ. ταῖς ῥίζαις the parts near the roots Hs 9, 1, 6; 9, 21, 1. In geographical designations Μαγνησία ἡ πρ. Μαιάνδρῳ Magnesia on the Maeander IMagnMai ins.—(Cp. the temporal use: πρὸς ἑσπέρᾳ ἐστίν it takes place at evening TestAbr B 2 p. 106, 7 [Stone p. 60]; cp. Just., D. 105, 3 and 5; 142, 1.)ⓑ in addition to (Hom. et al.; Polyb., Just.; Mel., HE 4, 26, 7; Ath., R. 22 p. 75, 10; ins) πρὸς τούτοις (SIG 495, 105; 685, 70 and 100; 796 B, 30; 888, 35 al.; UPZ 26, 18; 25 [163 B.C.]; 2 Macc 4:9; 5:23; 9:17, 25; 14:4, esp. 12:2; Philo, Aet. M. 67 al.; Just., A I, 40, 5; D. 93, 4 al.) 1 Cl 17:1.③ w. acc. (pseudepigr. and apolog. throughout) marker of movement or orientation toward someone/someth.ⓐ of place, pers., or thing toward, towards, to, after verbsα. of going; s. ἄγω 5, ἀναβαίνω 1aα, ἀνακάμπτω 1a, ἀπέρχομαι 1b, διαβαίνω, διαπεράω, εἴσειμι, εἰσέρχομαι 1bα, ἐκπορεύομαι 1c, also ἐπισυνάγομαι Mk 1:33, ἔρχομαι 1aβ, ἥκω 1d et al.—προσαγωγὴ πρὸς τὸν πατέρα Eph 2:18. εἴσοδος 1 Th 1:9a.β. of sending; s. ἀναπέμπω Lk 23:7, 15; Ac 25:21, ἀποστέλλω 1bα, πέμπω.γ. of motion gener.; s. βληθῆναι (βάλλω 1b), ἐπιστρέφω 1a, 4ab, κεῖμαι 2, πίπτω 1bαא and ב, προσκολλάω, προσκόπτω 1, προσπίπτω.δ. of leading, guiding; s. ἄγω 1a, ἀπάγω 2a and 4, also ἕλκω 2 end J 12:32, κατασύρω, etc.ε. of saying, speaking; s. ἀποκρίνομαι 1, also δημηγορέω Ac 12:21, εἶπον 1a, λαλέω 2aγ and 2b, λέγω 1bγ et al. Hebraistically λαλεῖν στόμα πρὸς στόμα speak face to face (Jer 39:4; ApcEsdr 6:6 p. 31, 10 Tdf.) 2J 12b; 3J 14 (cp. PGM 1, 39 τὸ στόμα πρὸς τὸ στόμα). πρὸς ἀλλήλους to one another, with each other, among themselves: s. ἀντιβάλλω, διαλαλέω, also διαλέγομαι Mk 9:34, διαλογίζομαι 8:16; Lk 20:14, εἶπον 24:32; J 16:17; 19:24, λαλέω, λέγω et al. πρὸς ἑαυτούς to themselves, to each other: s. διαλογίζομαι 1; εἶπον Mk 12:7; J 7:35; λέγω (Ps.-Callisth. 2, 15, 7 πρὸς ἑαυτὸν ἔλεγεν; Just., D. 62, 2) Mk 10:26; 16:3. διαθήκην ὁ θεὸς διέθετο πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν, λέγων πρὸς Ἀβραάμ God made a covenant with your fathers, when he said to Abraham Ac 3:25 (διατίθημι 1). ὅρκον ὀμνύναι πρ. τινα (ὀμνύω, end) Lk 1:73.ζ. of asking, praying δέομαι Ac 8:24. εὔχομαι (s. εὔχομαι 1; cp. 2 Macc 9:13) 2 Cor 13:7. προσεύχομαι (cp. 1 Km 12:19; 2 Esdr 12: 4; 2 Macc 2:10) Hv 1, 1, 9. γνωρίζεσθαι πρὸς τὸν θεόν Phil 4:6 (γνωρίζω 1).—Also after nouns like δέησις, λόγος et al. Ro 10:1; 15:30; 2 Cor 1:18 al.ⓑ of time near, at, or during (a certain time)α. denoting approach toward (X., Pla. et al.) πρὸς ἑσπέραν toward evening Lk 24:29 (so Just., D. 97, 1; s. ἑσπέρα).β. of temporal duration for πρὸς καιρόν for a time, for a while (καιρός 1a) Lk 8:13; 1 Cor 7:5. πρὸς καιρὸν ὥρας (καιρός 1a) 1 Th 2:17. πρὸς ὥραν for an hour, i.e. for a short time J 5:35; 2 Cor 7:8; Gal 2:5a; Phlm 15; MPol 11:2. πρὸς ὀλίγας ἡμέρας Hb 12:10. Also πρὸς ὀλίγον Js 4:14; GJs 19:2 (ὀλίγος 3). πρὸς τὸ παρόν for the present Hb 12:11 (πάρειμι 1b).α. with conscious purpose for, for the purpose of, on behalf of οὗτος ἦν ὁ πρὸς τὴν ἐλεημοσύνην καθήμενος this was the one who sat (and begged) for alms Ac 3:10. πρὸς τὴν ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ Ro 3:26. τοῦτο πρὸς τὸ ὑμῶν αὐτῶν σύμφορον λέγω 1 Cor 7:35a; cp. 35b. ἐγράφη πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν 10:11. Cp. Ro 15:2; 1 Cor 6:5; 2 Cor 4:6; 7:3; 11:8; Eph 4:12.—W. acc. of the inf. (Polyb. 1, 48, 5; PRyl 69, 16; BGU 226, 22; Jer 34:10; 2 Macc 4:45; TestJob 45:4; Jos., Ant. 14, 170; 15, 148 al.; Just., D. 132, 1) πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις in order to be seen by men Mt 23:5; cp. 6:1. πρὸς τὸ κατακαῦσαι αὐτά 13:30. πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με 26:12. πρὸς τὸ ἀποπλανᾶν εἰ δυνατὸν τοὺς ἐκλεκτούς Mk 13:22. πρὸς τὸ μὴ ἀτενίσαι υἱοὺς Ἰσραήλ 2 Cor 3:13. Cp. Eph 6:11a; 1 Th 2:9; 2 Th 3:8; Js 3:3 v.l.β. gener. of design, destiny (Demetr.[?]: 722 Fgm. 7 Jac. πρὸς τὴν κάρπωσιν; TestJob 42:7 τὰ πρὸς θυσίαν; Jos., Bell. 4, 573 τὸ πρ. σωτηρίαν φάρμακον) τῷ θεῷ πρὸς δόξαν for the glory of God 2 Cor 1:20 (on πρὸς δόξαν cp. SIG 456, 15; 704e, 21; 3 Macc 2:9; Just., A I, 15, 10 μηδὲν πρὸς δόξαν ποιεῖν). τῇ πυρώσει πρὸς πειρασμὸν ὑμῖν γινομένῃ 1 Pt 4:12.—After adjectives and participles for ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομήν Eph 4:29 (ἀγ. 1a) ἀδόκιμος Tit 1:16. ἀνεύθετος πρὸς παραχειμασίαν Ac 27:12. γεγυμνασμένος Hb 5:14. δυνατός 2 Cor 10:4. ἐξηρτισμένος 2 Ti 3:17. ἕτοιμος (q.v. b) Tit 3:1; 1 Pt 3:15. ἱκανός (q.v. 2) 2 Cor 2:16. ὠφέλιμος 1 Ti 4:8ab; 2 Ti 3:16.γ. of the result that follows a set of circumstances (so that) πάντα πρὸς οἰκοδομὴν γινέσθω everything is to be done in such a way that it contributes to edification 1 Cor 14:26; cp. vs. 12; Col 2:23 (but see eδ below); 1 Ti 4:7. ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτήν one who looks at a woman with sinful desire Mt 5:28, but s. eε below. λευκαί εἰσιν πρὸς θερισμόν they (the fields) are white, so that the harvest may begin J 4:35. αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστιν πρὸς θάνατον this disease is not of the kind that will lead to death 11:4. Cp. ἁμαρτία πρὸς θάνατον 1J 5:16f.ⓓ of relationship (hostile or friendly), against, forα. hostile against, with after verbs of disputing, etc.; s. ἀνταγωνίζομαι, γογγύζω, διακρίνομαι (διακρίνω 5b), διαλέγομαι 1, πικραίνομαι (πικραίνω 2), στασιάζω, ἔστην (ἵστημι B3). ἐστίν τινι ἡ πάλη πρός Eph 6:12. ἔχειν τι πρός τινα have anything (to bring up) against someone Ac 24:19. μομφὴν ἔχειν πρός τινα Col 3:13. πρᾶγμα ἔχειν πρός τινα 1 Cor 6:1 (πρᾶγμα 4). ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους Ac 6:1. τὸ στόμα ἡμῶν ἀνέῳγεν πρὸς ὑμᾶς 2 Cor 6:11 (ἀνοίγω 7). ἐν ἔχθρᾳ ὄντες πρὸς αὐτούς Lk 23:12. βλασφημίαι πρὸς τὸν θεόν Rv 13:6 (cp. TestJob 25:10 εἰπὲ ἓν ῥῆμα πρὸς τὸν θεόν). ἀσύμφωνοι πρ. ἀλλήλους unable to agree among themselves Ac 28:25 (Tat. 25, 2); cp. the structure of Col 2:23.β. friendly to, toward, with, before ἐργάζεσθαι τὸ ἀγαθόν Gal 6:10ab (ἐργάζομαι 2a). μακροθυμεῖν 1 Th 5:14. εἰρήνην ἔχειν πρὸ τὸν θεόν Ro 5:1 (s. εἰρήνη 2b). παρρησίαν ἔχειν πρὸς τ. θεόν 1J 3:21; cp. 5:14. πίστιν ἔχειν πρὸς τ. κύριον Ἰ. Phlm 5. πεποίθησιν ἔχειν πρὸς τ. θεόν 2 Cor 3:4. ἔχειν χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν Ac 2:47 (FCheetham, ET 74, ’63, 214f). πραΰτητα ἐνδείκνυσθαι Tit 3:2. ἐν σοφίᾳ περιπατεῖν Col 4:5. ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας 2 Ti 2:24.—After substantives: πίστις 1 Th 1:8 (cp. 4 Macc 15:24; Just., D. 121, 2); παρρησία 2 Cor 7:4; κοινωνία 6:14; συμφώνησις vs. 15 (cp. Is 7:2).ⓔ to indicate a connection by marking a point of reference, with reference/regard toα. with reference to (Ocellus Luc. c. 42 πρὸς ἡμᾶς=with reference to us) ἔγνωσαν ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν εἶπεν they recognized that he had spoken the parable with reference to them Mk 12:12; Lk 20:19; cp. 12:41 (Vita Aesopi cod. G 98 P. οἱ Σάμιοι νοήσαντες πρὸς ἑαυτοὺς εἰρῆσθαι τοὺς λόγους; Just., D. 122, 3 ταῦτα … πρὸς τὸν χριστὸν … εἴρηται). ἔλεγεν παραβολὴν πρὸς τὸ δεῖν προσεύχεσθαι he told them a parable about the need of praying 18:1 (Just., D. 90, 5 σύμβολον … πρὸς τὸν χριστόν). οὐδεὶς ἔγνω πρὸς τί εἶπεν αὐτῷ nobody understood with respect to what (= why) he said (this) to him J 13:28. πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν with reference to (i.e. because of) your perversity Mt 19:8; Mk 10:5 (Just., D. 45, 3). Cp. Ro 10:21a; Hb 1:7f. οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα he did not answer him a single word with reference to anything Mt 27:14 (s. ἀποκρίνομαι 1). ἀνταποκριθῆναι πρὸς ταῦτα Lk 14:6 (s. ἀνταποκρίνομαι). ἀπρόσκοπον συνείδησιν ἔχειν πρὸς τὸν θεόν have a clear conscience with respect to God Ac 24:16.β. as far as … is concerned, with regard to (Maximus Tyr. 31, 3b) πρὸς τὴν πληροφορίαν τῆς ἐλπίδος Hb 6:11. συνιστάνοντες ἑαυτοὺς πρὸς πᾶσαν συνείδησιν ἀνθρώπων we are recommending ourselves as far as every human conscience is concerned = to every human conscience (πρός w. acc. also stands simply for the dative; s. Mayser II/2 p. 359) 2 Cor 4:2. τὰ πρὸς τὸν θεόν that which concerns God or as adverbial acc. with reference to what concerns God (Soph., Phil. 1441; X., De Rep. Lac. 13, 11; Ps.-Isocr. 1, 13 εὐσεβεῖν τὰ πρὸς τ. θεούς; SIG 204, 51f; 306, 38; Mitt-Wilck. I/2, 109, 3 εὐσεβὴς τὰ πρὸς θεούς; Ex 4:16; 18:19; Jos., Ant. 9, 236) Ro 15:17; Hb 2:17; 5:1. τὰ πρός τι that which belongs to someth.; that which is necessary for someth. (Plut., Mor. 109b; Jos., Ant. 12, 405 τὰ πρὸς τὴν μάχην; 14, 27; a standard term in state documents) τὰ πρὸς ἀπαρτισμόν Lk 14:28 v.l. τὰ πρὸς εἰρήνην (TestJud 9) vs. 32; what makes for peace 19:42. Cp. Ac 28:10; 2 Pt 1:3.γ. elliptically τί πρὸς ἡμᾶς (sc. ἐστιν); what is that to us? Mt 27:4. τί πρὸς σέ; how does it concern you? J 21:22f (cp. Epict. 4, 1, 10 τί τοῦτο πρὸς σέ; Plut., Mor. 986b; Vi. Aesopi I 14 p. 265, 4 Eberh. τί πρὸς ἐμέ; ApcMos 11 οὐ πρὸς ἡμᾶς ἡ πλεονεξία σου).δ. in accordance with ὀρθοποδεῖν πρὸς τὴν ἀλήθειαν Gal 2:14. πρὸς τὸ κένωμα in accordance with the emptiness Hm 11:3. πρὸς τὸ θέλημα in accordance w. the will Lk 12:47; Hs 9, 5, 2. πρὸς ἃ ἔπραξεν 2 Cor 5:10. πρὸς ὅ Eph 3:4.—In comparison with, to be compared to (Pind., Hdt. et al.; Ps.-Luc., Halc. 3 πρὸς τὸν πάντα αἰῶνα=[life is short] in comparison to all eternity; Sir 25:19; TestJob 18:8; 23:8; Just., D. 19, 2 οὐδὲν … πρὸς τὸ βάπτισμα τοῦτο τὸ τῆς ζωῆς ἐστι; Tat. 29, 1 ὀρθοποδεῖν πρὸς τὴν ἀλήθειαν) ἄξια πρός Ro 8:18 (RLeaney, ET 64, ’52f; 92 interprets Col 2:23 in the light of this usage). Cp. IMg 12.ε. expressing purpose πρὸς τό w. inf. (s. Mayser II/1 p. 331f) in order to, for the purpose of Mk 13:22; Ac 3:19 v.l. Perh. Mt 5:28 (s. cγ above).ⓕ in adverbial expressions (cp. πρὸς ὀργήν = ὀργίλως Soph., Elect. 369; Jos., Bell. 2, 534. πρὸς βίαν = βιαίως Aeschyl., Prom. 208, 353, Eum. 5; Menand., Sam. 559 S. [214 Kö.]; Philo, Spec. Leg. 3, 3. πρὸς ἡδονήν Jos., Ant. 7, 195; 12, 398; Just., A II, 3, 2 πρὸς χάριν καὶ ἡδονὴν τῶν πολλῶν) πρὸς φθόνον prob.=φθονερῶς jealously Js 4:5 (s. φθόνος, where the lit. is given). πρὸς εὐφρασίαν w. joy AcPl Ox 6, 9f (cp. Aa 1 p. 241, 1 ὑπερευφραινομένη).ⓖ by, at, near πρός τινα εἶναι be (in company) with someone Mt 13:56; Mk 6:3; 9:19a; 14:49; Lk 9:41; J 1:1f; 1 Th 3:4; 2 Th 2:5; 3:10; 1J 1:2. διαμένειν Ac 10:48 D; Gal 2:5b. ἐπιμένειν 1:18; 1 Cor 16:7. παραμένειν 16:6 (v.l. κατα-). μένειν Ac 18:3 D. παρεῖναι 12:20; 2 Cor 11:9; Gal 4:18, 20; cp. παρουσία πρὸς ὑμᾶς Phil 1:26. παρεπιδημεῖν 1 Cl 1:2. ἐποίησεν τρεῖς μῆνας πρὸς τὴν Ἐλισάβεδ GJs 12:3. πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα Mt 26:18b. Cp. also 2 Cor 1:12; 7:12; 12:21; 2 Th 3:1; Phlm 13; 1J 2:1; Hm 11:9b v.l.—πρὸς ἑαυτούς among or to themselves Mk 9:10 (in case πρὸς ἑ. belongs w. τὸν λόγον ἐκράτησαν; B-D-F §239, 1). πρὸς ἑαυτὸν προσηύχετο he uttered a prayer to himself Lk 18:11. Cp. 24:12.—δεδεμένον πρὸς θύραν tied at a door Mk 11:4. τὴν πᾶσαν σάρκα ἀνθρώπων πρὸς ἡδονὴν ἐδέσμευεν (Satan) bound all humankind to self-gratification AcPlCor 2:11. πρὸς τ. θάλασσαν by the seaside Mk 4:1b. On πρὸς τὸ φῶς at the fire Mk 14:54; Lk 22:56 s. B-D-F §239, 3; Rob. 625 (perh. w. the idea of turning toward the fire; s. also 4 Km 23:3). πρὸς ἓν τῶν ὀρέων at one of the mountains 1 Cl 10:7. τὰ πρὸς τὴν θύραν the place near the door Mk 2:2. πρὸς γράμμα letter by letter Hv 2, 1, 4.—On πρός τι terms s. PWouters, The Treatment of Relational Nouns in Ancient Grammar: Orbis 38, ’95, 149–78 (lit.). M-M. EDNT. TW. Sv. -
12 туше
ουδ. άκλ.1. το άγγιγμα των πλήκτρων μουσικού οργάνου, το τουσέ.2. το άγγιγμα των ωμοπλατών στο έδαφος (κατά τη γαλλική πάλη). -
13 ὀρθός
ὀρθός, (ὄρνυμι), grade; – a) grade in die Höhe, aufrecht, gradestehend; στῆ δ' ὀρϑός, Il. 23, 271 u. öfter; οὐδ' ὀρϑὸς στῆναι δύναται ποσίν, Od. 18, 241; ὀρϑὸς ἀναΐξας, 21, 119; auch ὀρϑῶν ἑσταό-των ἀγορή, Il. 18, 246; ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα ὀρϑῶν ἑσταότων, er betastete die Rücken der Schaafe, die nicht mehr lagen, sondern auf ihren Füßen standen, Od. 9, 442; ὀρϑαὶ δὲ τρίχες ἔσταν, Il. 24, 359; vgl. Hes. O. 542; ἄνα δ' ἐπᾶλτ' ὀρϑῷ ποδί, Pind. Ol. 13, 69; ὀρϑὸν ἄντεινεν κάρα, N. 1, 43; ὀρϑαῖς κιόνεσσιν, P. 4, 267; ὀρϑῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ, I. 6, 12, schon übtr., wie noch bestimmter, ἔστασεν ὀρϑούς, P. 3, 53, wie wir sagen: er stellte sie wieder her, brachte sie vom Krankenlager wieder auf die Beine; τίϑησιν ὀρϑὸν ἢ κατηρεφῆ πόδα, Aesch. Eum. 284; ὀρϑὸν αἴρεις κάρα, Ch. 489; ἴππος ὀρϑὸν οὖς ἵστησιν, Soph. El. 27; τὸν δ' ὀρϑὸν ἄνω κίονι δήσας, Ai. 235, vgl. El. 713. 732; übertr., στάντες δ' ἐς ὀρϑὸν καὶ πεσόντες ὕστερον, O. R. 50; εἰς τίν'. ἐλπίδων βλέψασ' ἔτ' ὀρϑήν; El. 947; ἐς ὀρϑὸν ἐκφέρει μαντεύματα, O. C. 1426; δι' ὀρϑῆς τήνδε ναυκληρεῖς πόλιν, glücklich den Staat lenken, Ant. 981; ἀνῇξεν ὀρϑὸς λαός, Eur. Phoen. 1469; ὀρϑὸν κρᾶτ' ἔστησαν, Hipp. 1203, öfter; κυρβασίας εἰς ὀξὺ ἀπιγμένας ὀρϑὰς εἶχον, Her. 7, 64, vgl. 2, 51; von Gebäuden, stehend, im Ggstz des Niedergerissenen, νομίζοντες ἀδικεῖσϑαι τοῦ Πανάκτου τῇ καϑαιρέσει ὃ ἔδει ὀρϑὸν παραδοῦναι, Thuc. 5, 42; ὀρϑὸς ἑστηκώς, Plat. Men. 93 d u. öfter; übertr., ὀρϑὴ ἂν ἡμῶν ἡ πόλις ἦν καὶ οὐκ ἂν ἔπεσε τὸ τοιοῦτον πτῶμα, Lach. 181 b; ὀρϑὴ πάλη, = ὀρϑοπάλη, Legg. VII, 796 a; ἀ ναβλέπειν ὀρϑοῖς ὄμμασιν, Xen. Hell. 7, 1, 20; Sp., ὀρϑότεραι προςερειδόμεναι κλίμακες, steiler, Pol. 9, 19, 7. – b) in grader Richtung fortgehend, in grader Linie; ὀρϑὸς ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος, der Sonne grade gegenüber, Hes. O. 729; im Ggstz des Krummen, Schiefen, κέλευϑος, Pind. P. 11, 39; ὀρϑὴν κελεύεις, gradeaus, Ar. Av. 1; βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος ὀρϑὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται, Soph. Ai. 1233; ὀρϑὴν παρ' οἶμον, Eur. Alc. 838; ἐπορεύετο ὀρϑόν, Plat. Conv. 190 a; γωνία, rechter Winkel, Tim. 53 d; Mathem. – Bei den Gramm. ist ἡ ὀρϑή, sc. πτῶσις, casus rectus, der Nominativ. – c) recht, richtig, wahr; ἄγγελος, Pind. Ol. 6, 90; ἀγγελία, P. 4, 279; νόος, φρήν, 10, 68 Ol. 8, 24; ἔστασαν ὀρϑὰν καρδίαν, P. 3, 96; auch ὀρϑὰν φυλάσσοισιν Τένεδον, in gutem Zustande, N. 11, 5; μάρτυρες, Aesch. Eum. 308; μόνοι δ' ἐμμένοντες ὀρϑῷ νόμῳ, Soph. Ai. 343; ὀρϑὰ μαρτυρεῖν, 347; κἀξ ὀρϑῆς φρενός, 528, öfter; ὀρϑὰ νοεῦντες, Her. 8, 3; ὀρϑῷ λόγῳ πατήρ, in Wahrheit, 6, 68; ὀρϑὸς λόγος Plat. Phaed. 73 a u. A.; ὁ ὀρϑὸς νομοϑέτης, Plat. Legg. II, 660 a; ὀρϑὴ γὰρ ἡ παροιμία, Soph. 231 c; κατ' ὀρϑόν, recht, richtig, Tim. 44 b; ἐν τῇ κατ' ὀρϑὸν χρείᾳ, Legg. II, 652 a; τὸ ὀρϑότατόν ἐστιν ἀμφοτέρων μετασχεῖν, Gorg. 485 a; Sp. – Aber auch = aufgeregt, gespannt; Ἑλλὰς πᾶσα ὀρϑὴ ἐφ' οἷς σὺ τυγχάνεις εἰςηγούμενος, Isocr. 5, 70, vgl. 16, 7; διὰ φόβον, D. Sic. 16, 84; ὀρϑοὶ καὶ μετέωροι ταῖς διανοίαις, Pol. 28, 15, 11; καὶ περίφοβος ἦν ἡ πόλις, 3, 112, 6; ἐν ὀρϑῷ κεῖται ἡ βασιλεία αὐτῷ, gut stehen, 31, 15, 1; – μανία, der rechte, wirkliche Wahnsinn, Ael. H. A. 11, 32. – Adv., ὀρϑῶς φρονεῖν, recht, richtig, Aesch. Prom. 1002, καὶ ἐνδίκως, Spt. 387, φράσαι, Ch. 519, μάϑ' ὡς ὀρϑῶς ἐρῶ, Eum. 627, wie ὀρϑῶς ἔλεξας Soph. Phil. 341; φρονεῖν, O. R. 650; auch εἰς ὀρϑὸν φρονεῖν, frg. 543, was bei B. A. 92 καλῶς φρονεῖν erklärt ist, wofür Eur. ὀρϑὰ φρονεῖν sagt, Med. 1129, neben häufigem Gebrauch des adv.; Plat. oft, bes. auch in Antworten, ganz recht, richtig, Prot. 359 e u. sonst; auch οἱ ὀρϑῶς φιλομαϑεῖς, auf rechte Weise, Phaed. 67 b; ὁ ὀρϑῶς κυβερνήτης, Rep. I, 341 c; ὀρϑῶς λογίζεσϑαι, richtig erwägen, Xen. Cyr. 2, 2, 14 u. Sp.; ὀρϑῶς ἵσταντο, Pol. 23, 12, 3.
-
14 καταβαλλω
(fut. καταβαλῶ, aor. 2 κατέβαλον - эп. 3 л. sing. κάββαλε)1) выпускать из рук, ронять(ἀπὸ ἕο υἱόν Hom.)
; выпускать из когтей, бросать вниз(νεβρόν Hom.)
2) опускать вниз:(Ἄργος) οὔατα κάμβαλεν (= κάββαλεν) ἄμφω Hom. ( увидев хозяина)
, Аргос опустил оба уха; κ. τὰς ὀφρῦς Eur. опустить брови, т.е. разгладить чело, повеселеть3) отращивать, отпускать(ἴουλον ἀπὸ κροτάφων Theocr.)
4) бросать, сеять(εἰς γῆν φυτὸν καὴ σπέρμα Plat.)
5) сбрасывать, сталкивать, опрокидывать(τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; ἐπὴ χθονί, ἐνὴ πόντῳ Hes.; ἐν πάλῃ, sc. τὸν ἀντίπαλον Plat.; καταβαλλόμενοι, ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι NT.)
κ. ἀπ΄ ἐλπίδος Plat. — лишать надежды, приводить в уныние6) низвергать, разрушать, сносить(τὰ οἰκήματα, τὰ τῶν θεῶν ἀγάλματα Her.)
7) свергать, низводить(τινὰ εἰς τὸ μηδέν Her.)
8) валить, срубать(τὰ δενδρα Arst.)
9) умерщвлять, убивать(πολλοὺς Λακεδαιμονίων Her.; ἐάν τις ξύλῳ ἢ μαχαίρᾳ πατάξας καταβάλῃ Lys.)
10) сваливать, складывать(φιτροὺς ἐπ΄ ἀκτῆς Hom.)
11) приносить или закалывать в жертву(σφάγια, τὸ θῦμα δαίμοσιν Eur.)
12) распускать, распространять(φάτιν Her.; αἱ καταβεβλημέναι νῦν μαθήσεις Arst.)
13) ввергать, помещать, заключать(τινὰ ἐς ἑρκτήν Her.)
14) повергать, ввергать, приводить(εἰς συμφοράς Eur.; τινὰ εἰς φόβον, εἰς δόξαν, εἰς ἀπιστίαν Plat.)
καταβάλλεσθαι εἰς φθόνον Plat. — поддаться чувству зависти15) отвергать, отбрасывать прочьκατέβαλεν ὃ ἔλαβεν, ὡς ἕτερον ληψόμενος Xen. — он отбросил (кусок), который взял, чтобы выбрать другой;
οἱ καταβεβλημένοι Isocr. — пропащие люди, отверженные16) откладывать в сторону(τοὺς σκίπωνας Arph.)
17) устанавливать, ставить(κρεῖον ἐν πυρὸς αὐγῇ Hom.)
18) доставлять, накапливать(κ. σιτία τῇ στρατιῇ Her.)
19) доставлять (в виде дохода), давать, приносить(ἐπ΄ ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον Her.)
20) вносить, платить, уплачивать(τἀργύριον Thuc.; τιμήν τινι ὑπέρ τινος Plat.; ζημίας Dem.)
21) давать, предоставлять(μαρτυρίαν Dem.; γεγραμμένα Plat.)
καταβάλλεσθαι εἰς τὰ δημόσια γράμματα Dem. — сдать свои документы в государственный архив;πολλοὴ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arst. — в пользу этого приведены многие доводы22) преимущ. med. (тж. κ. θεμέλιον NT.) закладывать основы, основывать, класть начало (чему-л.), подготовлять(μέγαν οἶτον Eur.)
τέν τῆς ναυπηγίας ἀρχέν καταβάλλεσθαι Plat. — набрасывать основную схему постройки корабля;ὅ Στωϊκῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. — (Зенон), положивший начало школе стоиков;ὅταν κρηπὴς καταβληθῇ ὀρθῶς Eur. — когда основа хорошо заложена -
15 мир
мир Iχ |. (вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν:весь \мир τό σύμπαν· со всего \мира ἀπ' ὀλο τόν κόσμο, ἀπ' ὀλη τήν οἰκου-μένη·2. (среда) ὁ κόσμος:животный \мир ὁ ζωΙκός κόσμος, τά ζῶα· растительный \мир τά φυτά· звездный \мир τά ἄστρα· окружающий \мир τό περιβάλλον вну́трен-ний \мир человека ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρωπου· ◊ пойти по \миру разг καταντώ στήν ψάθα, γίνομαι ζητιάνος· пустить по́ \миру разг καταντώ κάποιον στήν ψάθα, καταντώ κάποιον διακονιάρη· не от \мира сего βρίσκομαι στά σύννεφα.мир IIм (спокойствие) ἡ είρήνη:жить в \мире ζοϋμε ἀγαπημένα· борьба за \мир ὁ ἀγώνας (или ἡ πάλη) γιά τήν είρήνη· движение сторонников \мира τό κίνημα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐΙρήνης· международная Ленинская премия \мира τό διεθνές βραβείο Λένιν γιά τήν είρήνη· Всемирный Совет \мира τό Παγκόσμιο Συμβούλιο είρήνης· сепаратный \мир ἡ χωριστή εἰρήνη· заключить \мир συνάπτω είρήνη[ν]· ◊ отпустить с \миром στέλνω στό κάλο, ἀφήνω νά φύγει μέ τό καλό. -
16 воевать
воюю, воюешь, ρ.δ. πολεμώ, μάχομαι•воевать против врагов отечества πολεμώ κατά των εχθρών της πατρίδας.
|| διεξάγω, κάνω κατακτητικό πόλεμο. || μτφ. καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, παλεύω, κάνω αγώνα, πάλη, πόλεμο. -
17 волокита
-
18 резня
-и θ.1. σφαγή, ανθρωποσφαγή, μακελειό•резня греков и армян турками η σφαγή των Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους.
|| μαχαιροπόλεμος, μαχαιροκαβγάς.2. αγώνας,πάλη, ανταγωνισμός. -
19 συγγενής
συγγεν-ής, ές,A congenital, inborn,ἦθος Pi.O.13.13
;εὐδοξία Id.N.3.40
; σ. εἶδος,= φύσις, character, Hp.Hum.1;νόσημα σ. ἐστί τινι Id.Prorrh.2.2
; ; παύροις.. ἐστι συγγενὲς τόδε natural to them, Id.Ag. 832;ἡ τύχη προσγίγνεθ' ἡμῖν σ. τῷ σώματι Philem.10
; πότμος ς. Pi.N.5.40; προϊδεῖν σ. οἷς ἕπεται who have the natural gift to foresee, ib.1.28; συγγενεῖς μῆνες my connate months, the months of my natural life, S.OT 1082; σ. τρίχες the hair born with one, i.e. the hair of the head as opp. to the beard, Arist.HA 518a18, 584a24; σημεῖα ς. birth-marks, ib. 585b31; δυνάμεις αἱ σ., opp. αἱ ἔθει and αἱ μαθήσει, Id.Metaph. 1047b31; αὔξει τὸ ς. increases its natural force, Id.EN 1119b9. Adv., - νῶς δύστηνος miserable from his birth, E.HF 1293; v. σύμφυτος.II of the same kin, descent, or family, akin to, τινι Hdt.1.109, 3.2, E.Heracl. 229: abs., akin, cognate,θεός A.Pr.14
; ; ; συγγενέστατον φύσει πάντων most nearly akin, Is.11.17;σ. γάμος ἀνεψιῶν A.Pr. 855
; of animals, Arist.HA 539a23, GA 747a31, al.: hence,b Subst., kinsman, relative, (troch.); τῆς ἐμῆς γυναικὸς ξυγγενεῖ (dual) Id.Av. 368 (troch.);πρὸς σ. τε καὶ οἰκείους αὐτῶν Pl.R. 378c
; ;γάμει τὴν συγγενῆ Id.929
: freq. in pl., οἱ ς. kinsfolk, kinsmen, Pi.P.4.133, Hdt.2.91, etc.; not properly applied to children ([etym.] ἔκγονοι) in relation to their parents, and so opp. ἔκγονοι in Is.8.30, v. συγγένεια 1 (but cf. And.1.17); .c τὸ σ.,= συγγένεια, kindred, relationship, A.Pr. 291 (anap.), S.El. 1469, Th.3.82, etc.; also, the spirit of one's race, Pi.P.10.12, N.6.8; εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι ς. if he had any connexion with him, S.OT 814; of tribes, κατὰ τὸ ξ. Th.1.95.2 metaph., akin, cognate, of like kind,τοὺς τρόπους οὐ συγγενής Ar.Eq. 1280
(troch.), cf. Th. 574; ξυγγενὴς ὁ κύσθος αὐτῆς θητέρᾳ (for τῷ τῆς ἑτέρας) Id.Ach. 789; freq. in Pl., [ἡ ψυχὴ] σ. οὖσα τῷ θείῳ R. 611e
;τῇ πολεμικῇ σ. ἡ πάλη Lg. 814d
;τοῖς.. λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Arist.GA 788b9
, cf. Rh. 1398a21 ([comp] Comp.): rarely c. gen., νοῦς αἰτίας ς. Pl.Phlb. 31a, cf. Phd. 79d, R. 403a, 487a: abs., σ. τιμωρίαι fitting, proper punishments, Lycurg.122 (but prob. f.l. for εὐγ-) ; συγγενῆ things of the same kind, homogeneous, Arist. APo. 76a1;τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ Id.Rh. 1405a35
;σ. τέχναι Stoic.2.30
; ἐν γαίῃ μὲν σῶμα τὸ ς. its congener, IG9(1).882.7 (Corc<*>ra). Adv.,συγγενῶς ἔρχεσθαι Pl.Lg. 897c
;σ. τρέχων Πλάτωνι Alex.1
(codd. D.L.); τὰ σ. εἰρημένα to similar effect, Phld.Mus. p.92K.III συγγενής represented a title bestowed at the Persian court by the king as a mark of honour, 'cousin', X.Cyr.1.4.27, 2.2.31, D.S.16.50; also at the Ptolemaic and Seleucid courts, OGI104.2 (Delos, ii B.C.), al., BGU1741.12 (i B.C.), LXX 1 Ma.10.89; οἱ σ. τῶν κατοίκων ἱππέων prob. a category of nobles among the κάτοικοι, PTeb.61 (b). 79 (ii B.C.); (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγενής
См. также в других словарях:
Πάλη των τάξεων — Δεκαπενθήμερη, και για ένα διάστημα εβδομαδιαία, εφημερίδα, που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1930, όργανο των Αρχειομαρξιστών … Dictionary of Greek
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
πάλη — η 1. αγώνισμα όπου ο καθένας από τους δύο παλαιστές προσπαθεί να ρίξει κάτω τον αντίπαλό του. 2. αγώνας μεταξύ παρατάξεων ή ομάδων ανθρώπων: Πάλη των τάξεων. 3. γενικά αγώνας για την αντιμετώπιση δυσκολιών: Η ζωή του αγρότη είναι μια συνεχής πάλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
φεμινισμός — Ιδεολογικό κίνημα, που διεκδικεί την εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Φαινόμενο τυπικό των νεότερων χρόνων, εμφανίζεται ως θεωρία με τη Γαλλική επανάσταση. Έως τότε, το ζήτημα της θέσης της γυναίκας σε σχέση… … Dictionary of Greek
ταξικός — ή, ό, Ν [τάξη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κοινωνικές τάξεις (α. «ταξικές δακρίσεις» β. «ταξικός αγώνας» η πάλη τών τάξεων) 2. ο χωρισμένος σε τάξεις («ταξική κοινωνία» χαρακτηρισμός όλων τών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών που είναι… … Dictionary of Greek
Γκούμπλοβιτς, Λούντβιχ — (Ludwik Gumplowicz, Κρακοβία 1838 – Γκρατς 1909).Αυστριακός νομικός και κοινωνιολόγος. Οπαδός της θετικιστικής κοινωνιολογίας του Σπένσερ, τόνισε περισσότερο τα βιολογικά και φυσιοκρατικά στοιχεία σχετικά με τη θεωρία του κράτους και του δικαίου… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… … Dictionary of Greek